- προσεκπληροῦν
- προσεκπληρόωfill uppres part act masc voc sgπροσεκπληρόωfill uppres part act neut nom/voc/acc sgπροσεκπληρόωfill uppres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκπληρώ — όω, Α [ἐκπληρῶ] 1. κλείνω, γεμίζω ένα άνοιγμα επί πλέον 2. συμπληρώνω επιπροσθέτως («προσεκπληροῡν τὰς τιμήσεις», επιγρ.) … Dictionary of Greek